- ἀλλοίωμα
- ἀλλοίωμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλοίωμα — ἀλλοίωμα, το (Α) [ἀλλοιῶ] αλλοίωση, διαφοροποίηση … Dictionary of Greek
ἀλλοιώματα — ἀλλοίωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοιώ — ἀλλοιῶ ( όω) (ΑΜ) βλ. αλλοιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος. ΠΑΡ. αλλοίωσις, αλλοιωτικός, αλλοιωτός αρχ. ἀλλοίωμα] … Dictionary of Greek